- τραγηματοπώλιον
- τραγ-ημᾰτοπώλιον, τό,A confectioner's shop, PLond.3.897.16(i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραγηματοπώλιον — τὸ, Α [τραγηματοπώλης] τόπος όπου πωλούνται τραγήματα … Dictionary of Greek